ποινικολόγος

ποινικολόγος
[пиникологос] ουσ. а специалист по уголовному праву, криминалист,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ποινικολόγος" в других словарях:

  • ποινικολόγος — ο, η, Ν 1. νομικός ο οποίος είναι ειδικευμένος στο ποινικό δίκαιο 2. δικηγόρος ο οποίος συνήθως αναλαμβάνει ποινικές υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινικός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • ποινικολόγος — ο δικηγόρος που ειδικεύτηκε ή ασχολείται με υποθέσεις του ποινικού δικαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ποινικολογία — η, Ν επιστημονικός κλάδος με αντικείμενο έρευνας τη μελέτη τών ποινικών υποθέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γ. Μ. Βιζυηνό …   Dictionary of Greek

  • Βαλσαμάκης — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής, που διασκορπίστηκε στην Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τη Δύση. 1. Γεράσιμος (19ος αι.). Όσο ήταν σπουδαστής στην Πίζα της Ιταλίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντίθεση μεταξύ Κοραή και Κοδρικά για το… …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόπουλος, Ευάγγελος — (Μυγδαλιά Αρκαδίας 1918 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, καθώς επίσης ποινικολόγος, συνταγματολόγος, αστικολόγος και εκδότης της νομικής εφημερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Γιωτόπουλος, Παναγιώτης — (Κέρκυρα 1878 – Αθήνα 1965). Ποινικολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά στην Πίζα, στη Ρώμη και στο Παρίσι. Το 1906 διορίστηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1928 έκτακτος καθηγητής ποινικής δικονομίας. Έγραψε πολλές ποινικές… …   Dictionary of Greek

  • Πάλμα, Τσέσνολα — (Palma, 1776 – 1851). Ιταλός νομομαθής. Σπούδασε νομικά και διακρίθηκε ιδιαίτερα ως ποινικολόγος. Συμμετείχε στα επαναστατικά κινήματα των Καρβονάρων (1820 21) και καταδικάστηκε γι» αυτό ερήμην σε θάνατο από τους Αυστριακούς. Tαξίδεψε τότε στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»